Γονιμότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: γονιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kinderrijkdom, vruchtbaarheid, de vruchtbaarheid, fertiliteit, vruchtbaarheid van, de vruchtbaarheid van
Γονιμότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονιμότητα

γονιμότητα μετά τα 40, γονιμότητα μετά τα 30, γονιμότητα μετά από αποβολή, γονιμότητα στα 45, γονιμότητα μετά τα σαράντα, γονιμότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γονιμότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γονατίζω στα ολλανδικά - knielen, kniel, neerknielen, te knielen, knielt
  • γονιμοποιώ στα ολλανδικά - hom, milt, van Milt, kuit, bevruchten
  • γονυπετώ στα ολλανδικά - knieling, knielen, knielende, het knielen, knielend
  • γορίλα στα ολλανδικά - gorilla, gorilla van, de Gorilla, de Gorilla van, van de gorilla
Τυχαίες λέξεις
Γονιμότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kinderrijkdom, vruchtbaarheid, de vruchtbaarheid, fertiliteit, vruchtbaarheid van, de vruchtbaarheid van