Γονιμότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: γονιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plenność, żyzność, urodzajność, płodność, płodności
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γονιμότητα
γονιμότητα μετά τα 40, γονιμότητα μετά τα 30, γονιμότητα μετά από αποβολή, γονιμότητα στα 45, γονιμότητα μετά τα σαράντα, γονιμότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, γονιμότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γονατίζω στα πολωνικά - klękać, klęczeć, uklęknąć, kneel, klękają
- γονιμοποιώ στα πολωνικά - użyźniać, śledziona, MILT, mlecz, śledzionę, mlecza
- γονυπετώ στα πολωνικά - uklęknąć, klęczący, przyklęku, klęczącej, klęczenie
- γορίλα στα πολωνικά - goryl, gorilla, goryla, gorylem
Τυχαίες λέξεις
Γονιμότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: plenność, żyzność, urodzajność, płodność, płodności
Μεταφράσεις: plenność, żyzność, urodzajność, płodność, płodności