Γονιμότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: γονιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плідність, достаток, родючість, багатство
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γονιμότητα
γονιμότητα μετά τα 40, γονιμότητα μετά τα 30, γονιμότητα μετά από αποβολή, γονιμότητα στα 45, γονιμότητα μετά τα σαράντα, γονιμότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γονιμότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γονατίζω στα ουκρανικά - ставати на коліна, брати коліна
- γονιμοποιώ στα ουκρανικά - молочко, молоки, сперми, молочка
- γονυπετώ στα ουκρανικά - колінах, навколішки, навколішках
- γορίλα στα ουκρανικά - горила, бандите, бандит, горилла
Τυχαίες λέξεις
Γονιμότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: плідність, достаток, родючість, багатство
Μεταφράσεις: плідність, достаток, родючість, багатство