Γυαλίζω στα δανικά
Μετάφραση: γυαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pudse, polere, polsk, polske, polish, polering
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυαλίζω
γυαλίζω ασημικά, γυαλίζω λεξικό γλώσσας δανικά, γυαλίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γυαλάδα στα δανικά - gloss, glans, højglans, tilsløre, skjul
- γυαλί στα δανικά - rude, glas, glasset, glasplade, af glas
- γυαλιά στα δανικά - briller, glas, brillerne, glasses
- γυαλιστερός στα δανικά - spangly, funklende, funklende og
Τυχαίες λέξεις
Γυαλίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pudse, polere, polsk, polske, polish, polering
Μεταφράσεις: pudse, polere, polsk, polske, polish, polering