Γυαλίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: γυαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виблискування, сяяти, блиск, поліомієліт, польський, польська, польську, польське, польського
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυαλίζω
γυαλίζω ασημικά, γυαλίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γυαλίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γυαλάδα στα ουκρανικά - прекрасний, сяючий, прегарний, блиск, блеск, блиску
- γυαλί στα ουκρανικά - скляний, бінокль, скло, телескоп, стакан, склянка, стекло
- γυαλιά στα ουκρανικά - окуляри, скло, очки
- γυαλιστερός στα ουκρανικά - spangly
Τυχαίες λέξεις
Γυαλίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виблискування, сяяти, блиск, поліомієліт, польський, польська, польську, польське, польського
Μεταφράσεις: виблискування, сяяти, блиск, поліомієліт, польський, польська, польську, польське, польського