Δασμολόγιο στα δανικά

Μετάφραση: δασμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tarif, takst, told-, tariferingsoplysninger, tariffen
Δασμολόγιο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο

ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013, δασμολόγιο λεξικό γλώσσας δανικά, δασμολόγιο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δασκάλα στα δανικά - instruktør, lærer, læreren, underviser, teacher, lærere
  • δασμοί στα δανικά - pligt, pligter, afgifter, opgaver, told, hverv
  • δασοκομία στα δανικά - skovbrug, forstvæsen, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets
  • δασολογία στα δανικά - forstvæsen, skovbrug, skovbruget, skovdrift, skovningsmaskiner i, skovbrugets
Τυχαίες λέξεις
Δασμολόγιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tarif, takst, told-, tariferingsoplysninger, tariffen