Δασμολόγιο στα ουγγρικά

Μετάφραση: δασμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árszabás, tarifa, árlista, ártáblázat, tarifális, vám-, vámtarifa
Δασμολόγιο στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο

ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013, δασμολόγιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δασμολόγιο στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • δασκάλα στα ουγγρικά - tanár, tanári, tanító, tanárok, pedagógus
  • δασμοί στα ουγγρικά - adó, illeték, feladatai, feladatok, feladatait, feladataik, feladatokat
  • δασοκομία στα ουγγρικά - erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási
  • δασολογία στα ουγγρικά - erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási
Τυχαίες λέξεις
Δασμολόγιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: árszabás, tarifa, árlista, ártáblázat, tarifális, vám-, vámtarifa