Δασμολόγιο στα σουηδικά
Μετάφραση: δασμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
taxa, tariff, tull, taxan, tariffen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο
ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013, δασμολόγιο λεξικό γλώσσας σουηδικά, δασμολόγιο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δασκάλα στα σουηδικά - lärare, läraren, lärar, lärarens
- δασμοί στα σουηδικά - plikt, åliggande, tullar, arbetsuppgifter, skyldigheter, tull
- δασοκομία στα σουηδικά - skogsbruk, skogsbruket, skogs, skogsbruks, skogs-
- δασολογία στα σουηδικά - skogsbruk, skogsbruket, skogs, skogsbruks, skogs-
Τυχαίες λέξεις
Δασμολόγιο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: taxa, tariff, tull, taxan, tariffen
Μεταφράσεις: taxa, tariff, tull, taxan, tariffen