Δοχείο στα δανικά

Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kar, container, beholder, beholderen, containeren, beholderens
Δοχείο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοχείο

δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας δανικά, δοχείο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δουλειές στα δανικά - handel, arbejde, forretning, job, beskæftigelse, anliggende, virksomhed, ...
  • δουλεύω στα δανικά - værk, fungere, virke, arbejde, arbejdet, arbejder, arbejdsprogram
  • δούλος στα δανικά - slave, slaven, træl
  • δράκος στα δανικά - drage, Drage, dragon, Dragen, dragens
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kar, container, beholder, beholderen, containeren, beholderens