Δοχείο στα φινλανδικά
Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sammio, amme, vati, arvonlisävero, lisäarvonvero, kontti, säiliö, säiliön, säiliöön, container
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοχείο
δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δοχείο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δουλειές στα φινλανδικά - asiakkaat, työ, yritystoiminta, ala, liiketoiminta, liikeasia, kauppa, ...
- δουλεύω στα φινλανδικά - aikaansaada, työstää, vaikuttaa, toimia, työ, työnteko, työskennellä, ...
- δούλος στα φινλανδικά - kauko-ohjattu, orja, slave, orjan
- δράκος στα φινλανδικά - lohikäärme, Dragon, lohikäärmeen, lohikäärmettä
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sammio, amme, vati, arvonlisävero, lisäarvonvero, kontti, säiliö, säiliön, säiliöön, container
Μεταφράσεις: sammio, amme, vati, arvonlisävero, lisäarvonvero, kontti, säiliö, säiliön, säiliöön, container