Δοχείο στα ουκρανικά
Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
величезний, контейнер
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοχείο
δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δοχείο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δουλειές στα ουκρανικά - займання, гендель, заняття, фірма, справа, право, бізнес
- δουλεύω στα ουκρανικά - багатослівний, словесний, робота, работа, роботу
- δούλος στα ουκρανικά - робот, раб, роб, рабе, слуга
- δράκος στα ουκρανικά - карабін, дракон, карабінер, дуенья, змій
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: величезний, контейнер
Μεταφράσεις: величезний, контейнер