Δοχείο στα ολλανδικά

Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuip, bak, btw, tobbe, teil, houder, vat, tank, container
Δοχείο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοχείο

δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δοχείο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δουλειές στα ολλανδικά - ambacht, bezetting, nering, zaak, handwerk, opgave, karwei, ...
  • δουλεύω στα ολλανδικά - werken, karwei, voortbrengen, emplooi, werkplek, functioneren, werk, ...
  • δούλος στα ολλανδικά - slavin, slaaf, slave, slaven
  • δράκος στα ολλανδικά - vlieger, draak, Dragon, de Draak, van de Draak, de Draak van
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kuip, bak, btw, tobbe, teil, houder, vat, tank, container