Εκκρεμότητα στα δανικά

Μετάφραση: εκκρεμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bero, Suspension, suspenderes
Εκκρεμότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκρεμότητα

εκκρεμότητα στα αγγλικά, εκκρεμότητα στιχοι, εκκρεμότητα συνώνυμα, εκκρεμότητα αγγλικά, εκκρεμότητα ορθογραφία, εκκρεμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, εκκρεμότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκκολάπτομαι στα δανικά - luge, lugen, serveringslem, vippedør, hatch
  • εκκρίνω στα δανικά - frigive, befri, udelade, udstråler, opbrud, udstråle, udsondre, ...
  • εκλέγω στα δανικά - vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte
  • εκλέξιμος στα δανικά - støtteberettigede, støtteberettiget, berettiget, berettigede, ydes
Τυχαίες λέξεις
Εκκρεμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bero, Suspension, suspenderes