Εκκρεμότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκκρεμότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inatividade temporária, pendência
Εκκρεμότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκρεμότητα

εκκρεμότητα στα αγγλικά, εκκρεμότητα στιχοι, εκκρεμότητα συνώνυμα, εκκρεμότητα αγγλικά, εκκρεμότητα ορθογραφία, εκκρεμότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκρεμότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκκολάπτομαι στα πορτογαλικά - escotilha, hachura, portinhola, de hachura, eclodem
  • εκκρίνω στα πορτογαλικά - largar, desentalar, libere, retransmitir, descongestionar, despedimento, transpirar, ...
  • εκλέγω στα πορτογαλικά - eleger, optar, eleja, nomear, escolher, idoso, designar, ...
  • εκλέξιμος στα πορτογαλικά - elegível, elegíveis, beneficiar, direito
Τυχαίες λέξεις
Εκκρεμότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inatividade temporária, pendência