Εξουσιοδοτώ στα δανικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemyndige, tilladelse, godkende, tillade, tilladelse til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας δανικά, εξουσιοδοτώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα δανικά - styre, herredømme, kontrol, beherske, regere, magt, underkende, ...
- εξουσιοδοτούμαι στα δανικά - am, er, glæder, mig
- εξουσιοδότηση στα δανικά - udvalg, tilladelse, godkendelse, tilladelsen, bemyndigelse, godkendelsen
- εξοχή στα δανικά - land, landskabet, landskab, landet, natur, landskaber
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bemyndige, tilladelse, godkende, tillade, tilladelse til
Μεταφράσεις: bemyndige, tilladelse, godkende, tillade, tilladelse til