Εξουσιοδοτώ στα σλοβακικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povoliť, umožniť, schváliť, zapnúť
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας σλοβακικά, εξουσιοδοτώ στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα σλοβακικά - kontrola, kontrolní, regulovať, riadiť, zvrátiť, zvrátenie
- εξουσιοδοτούμαι στα σλοβακικά - am, PM, Pozmeňujúci
- εξουσιοδότηση στα σλοβακικά - úkol, povolenia, povolenie, povolení, autorizácie, oprávnenie
- εξοχή στα σλοβακικά - kraj, krajina, vidiek, venkov, vidiecke, vidieckej, vidieka
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: povoliť, umožniť, schváliť, zapnúť
Μεταφράσεις: povoliť, umožniť, schváliť, zapnúť