Εξουσιοδοτώ στα κροατικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnažiti, ovlastiti, opunomoćiti, oprema, odobriti, autorizirati, odobrava, odobri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας κροατικά, εξουσιοδοτώ στα κροατικά
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα κροατικά - kontrole, kontrolirati, upravljati, odbiti, nadglasati, gospodariti, zaobići, ...
- εξουσιοδοτούμαι στα κροατικά - odjenuti, uložiti, ja, am, sam, me, jesam
- εξουσιοδότηση στα κροατικά - komision, provizije, provizija, komisijom, autorizacija, ovlaštenje, autorizaciju, ...
- εξοχή στα κροατικά - kraj, prirode, priroda, domovina, pokrajina, okolina, ladanje, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: osnažiti, ovlastiti, opunomoćiti, oprema, odobriti, autorizirati, odobrava, odobri
Μεταφράσεις: osnažiti, ovlastiti, opunomoćiti, oprema, odobriti, autorizirati, odobrava, odobri