Εξουσιοδοτώ στα λετονικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atļaut, pilnvarot, atļauj, atļauju, ļaut
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας λετονικά, εξουσιοδοτώ στα λετονικά
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα λετονικά - kontrole, regulēšana, vara, uzraudzība, uzraudzīt, vadīt, apvaldīt, ...
- εξουσιοδοτούμαι στα λετονικά - ieguldīt, investēt, esmu, am, es
- εξουσιοδότηση στα λετονικά - misija, komiteja, delegācija, atļauja, atļauju, atļaujas, pilnvarojums, ...
- εξοχή στα λετονικά - zeme, valsts, apvidus, lauku, laukos, lauki, countryside
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: atļaut, pilnvarot, atļauj, atļauju, ļaut
Μεταφράσεις: atļaut, pilnvarot, atļauj, atļauju, ļaut