Εξουσιοδοτώ στα τούρκικα
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetki vermek, yetki, yetkisi, provizyona, yetkilendirmek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξουσιοδοτώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα τούρκικα - hükmetmek, geçersiz, reddine, hükümsüz, hiçe
- εξουσιοδοτούμαι στα τούρκικα - ben, duyuyorum, değilim, olduğumu, benim
- εξουσιοδότηση στα τούρκικα - komisyon, kurul, komite, yetki, yetkilendirme, izin, yetkisi, ...
- εξοχή στα τούρκικα - ulus, alan, millet, kır, kırsal bölge, kırsal, Kirsal alan, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yetki vermek, yetki, yetkisi, provizyona, yetkilendirmek
Μεταφράσεις: yetki vermek, yetki, yetkisi, provizyona, yetkilendirmek