Εξωθώ στα δανικά

Μετάφραση: εξωθώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
extrude, ekstruderer, ekstruder, ekstrudere
Εξωθώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξωθώ

ωθώ συνώνυμο, εξωθώ συνώνυμα, εξωθώ λεξικό γλώσσας δανικά, εξωθώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξυπνάδα στα δανικά - dygtighed, klogskab, kløgt, cleverness, snilde
  • εξωγήινος στα δανικά - udlænding, fremmed, udenlandsk, alien, fremmede, udlændingen
  • εξωκλήσι στα δανικά - kapel, Chapel, kapellet, kirken
  • εξωστρεφής στα δανικά - udadvendt, udadvendte, ekstrovert, udadrettet
Τυχαίες λέξεις
Εξωθώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: extrude, ekstruderer, ekstruder, ekstrudere