Εξωθώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εξωθώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затримка, перешкода, виштовхувати, виштовхуватиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξωθώ
ωθώ συνώνυμο, εξωθώ συνώνυμα, εξωθώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξωθώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εξυπνάδα στα ουκρανικά - задумливо, спритність, вправність, ловкость, Вміння
- εξωγήινος στα ουκρανικά - чужий, іноземець, іноземний, чужинець, іноземця
- εξωκλήσι στα ουκρανικά - церква, молитовня, друкарня, типографія, каплиця, каплицю, капличка, ...
- εξωστρεφής στα ουκρανικά - вихідний, витікання, витрати, екстроверт
Τυχαίες λέξεις
Εξωθώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: затримка, перешкода, виштовхувати, виштовхуватиме
Μεταφράσεις: затримка, перешкода, виштовхувати, виштовхуватиме