Εξωθώ στα ιταλικά

Μετάφραση: εξωθώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forzare, costringere, estrudere, estrusione, Estrudi, Extrude, di estrusione
Εξωθώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξωθώ

ωθώ συνώνυμο, εξωθώ συνώνυμα, εξωθώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, εξωθώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εξυπνάδα στα ιταλικά - spirito, intelligenza, bravura, abilità, astuzia, furbizia
  • εξωγήινος στα ιταλικά - alieno, straniero, estraneo, forestiere, forestiero, aliena, alieni
  • εξωκλήσι στα ιταλικά - cappella, cappella di, chapel, la cappella
  • εξωστρεφής στα ιταλικά - estroverso, estroversa, estroversi, extrovert
Τυχαίες λέξεις
Εξωθώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: forzare, costringere, estrudere, estrusione, Estrudi, Extrude, di estrusione