Επεκτείνω στα δανικά
Μετάφραση: επεκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεκτείνω
επεκτείνω αγγλικα, επεκτείνω προστακτική, επεκτείνω αντιθετο, επεκτείνω βικιλεξικο, επεκτείνω συνώνυμα, επεκτείνω λεξικό γλώσσας δανικά, επεκτείνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επεισόδιο στα δανικά - hændelse, episode, episoden
- επεκτατικός στα δανικά - ekspansiv, ekspansive, ekspansivt
- επεμβαίνω στα δανικά - blande, blande sig, forstyrre, gribe, interferere
- επενέργεια στα δανικά - påvirke, indflydelse, handling, aktion, effekt, virkning, kraft, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεκτείνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
Μεταφράσεις: forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække