Επεκτείνω στα τούρκικα
Μετάφραση: επεκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişletmek, uzatmak, uzanan, uzanır, uzatma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεκτείνω
επεκτείνω αγγλικα, επεκτείνω προστακτική, επεκτείνω αντιθετο, επεκτείνω βικιλεξικο, επεκτείνω συνώνυμα, επεκτείνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, επεκτείνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- επεισόδιο στα τούρκικα - olay, bölüm, atak, bolum, episode, episod
- επεκτατικός στα τούρκικα - geniş, geniş bir, genişleyen, yaygın, genişleme
- επεμβαίνω στα τούρκικα - karışmak, müdahale, engel, etkileyebilir, engelleyebilir
- επενέργεια στα τούρκικα - faaliyet, fiil, etki, hareket, iş, tesir, etkisi, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεκτείνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: genişletmek, uzatmak, uzanan, uzanır, uzatma
Μεταφράσεις: genişletmek, uzatmak, uzanan, uzanır, uzatma