Επεξεργάζομαι στα δανικά

Μετάφραση: επεξεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
metode, procedure, forløb, proces, uddybe, udarbejde, at udarbejde, udarbejder, udarbejdelse
Επεξεργάζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεξεργάζομαι

επεξεργάζομαι μετάφραση, επεξεργάζομαι συνώνυμο, επεξεργάζομαι συμμετρικά σχήματα, επεξεργάζομαι στα αγγλικά, επεξεργαζομαι συνώνυμα, επεξεργάζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, επεξεργάζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επενδύω στα δανικά - streg, linie, kø, kabel, blod, investere, investerer, ...
  • επενεργώ στα δανικά - indflydelse, påvirke, handlinger, retsakter, akter
  • επεξεργασία στα δανικά - udarbejdelse, udarbejdelsen, udarbejde, uddybning, udarbejdes
  • επεξηγώ στα δανικά - illustrere, illustrerer, belyse, at illustrere, illustration
Τυχαίες λέξεις
Επεξεργάζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: metode, procedure, forløb, proces, uddybe, udarbejde, at udarbejde, udarbejder, udarbejdelse