Επεξεργάζομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: επεξεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vandaður, útfæra, að útfæra, útfæra nánar, samningsaðilar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεξεργάζομαι
επεξεργάζομαι μετάφραση, επεξεργάζομαι συνώνυμο, επεξεργάζομαι συμμετρικά σχήματα, επεξεργάζομαι στα αγγλικά, επεξεργαζομαι συνώνυμα, επεξεργάζομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επεξεργάζομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επενδύω στα ισλανδικά - fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, ...
- επενεργώ στα ισλανδικά - áhrif, virkar, gerðir, verkar, athafna, athöfnum
- επεξεργασία στα ισλανδικά - útfærsla, útfærslu, útfÃ|rsla, útfæra, útfæra í
- επεξηγώ στα ισλανδικά - sýna, skýra, að sýna, lýsa, varpa ljósi
Τυχαίες λέξεις
Επεξεργάζομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vandaður, útfæra, að útfæra, útfæra nánar, samningsaðilar
Μεταφράσεις: vandaður, útfæra, að útfæra, útfæra nánar, samningsaðilar