Επεξεργάζομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: επεξεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
procedur, utarbeta, utveckla, utforma, utarbetar, att utarbeta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεξεργάζομαι
επεξεργάζομαι μετάφραση, επεξεργάζομαι συνώνυμο, επεξεργάζομαι συμμετρικά σχήματα, επεξεργάζομαι στα αγγλικά, επεξεργαζομαι συνώνυμα, επεξεργάζομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, επεξεργάζομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επενδύω στα σουηδικά - rad, streck, sysselsättning, investera, lina, linje, yrke, ...
- επενεργώ στα σουηδικά - påverka, inverkan, inflytande, akter, rättsakter, handlingar, rättsakter som
- επεξεργασία στα σουηδικά - utarbetande, utarbetandet, utarbeta, utarbetas, utformningen
- επεξηγώ στα σουηδικά - illustrera, illustrerar, visar, belysa, åskådliggör
Τυχαίες λέξεις
Επεξεργάζομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: procedur, utarbeta, utveckla, utforma, utarbetar, att utarbeta
Μεταφράσεις: procedur, utarbeta, utveckla, utforma, utarbetar, att utarbeta