Επεξεργάζομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: επεξεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prosessi, uloke, lisäke, ilmiö, menettelytapa, laatia, kehittää, laatimaan, laadittava, täsmentää
Επεξεργάζομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεξεργάζομαι

επεξεργάζομαι μετάφραση, επεξεργάζομαι συνώνυμο, επεξεργάζομαι συμμετρικά σχήματα, επεξεργάζομαι στα αγγλικά, επεξεργαζομαι συνώνυμα, επεξεργάζομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, επεξεργάζομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • επενδύω στα φινλανδικά - elinkeino, kaapeli, sijoittaa, rivi, varustaa, linja, köysi, ...
  • επενεργώ στα φινλανδικά - vaikute, muokata, vaikuttaa, arvovalta, vaikutus, säädökset, säädösten, ...
  • επεξεργασία στα φινλανδικά - käsittely, jalostus, laskenta, laadintaan, laatiminen, laatimista, laatimiseen, ...
  • επεξηγώ στα φινλανδικά - havainnollistaa, kuvittaa, ilmentää, valaista, kuvaavat, havainnollistavat, esittävät
Τυχαίες λέξεις
Επεξεργάζομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: prosessi, uloke, lisäke, ilmiö, menettelytapa, laatia, kehittää, laatimaan, laadittava, täsmentää