Επεξεργάζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: επεξεργάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvarka, procesas, procedūra, detalizuoti, tobulinti, plėtoti, parengti, parengs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεξεργάζομαι
επεξεργάζομαι μετάφραση, επεξεργάζομαι συνώνυμο, επεξεργάζομαι συμμετρικά σχήματα, επεξεργάζομαι στα αγγλικά, επεξεργαζομαι συνώνυμα, επεξεργάζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επεξεργάζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επενδύω στα λιθουανικά - kilmė, darbas, melodija, tarnyba, raukšlė, brūkšnys, arija, ...
- επενεργώ στα λιθουανικά - aktai, aktų, aktus, aktais
- επεξεργασία στα λιθουανικά - detalizavimas, plėtojimas, parengimas, kūrimas, rengimas
- επεξηγώ στα λιθουανικά - iliustruoti, iliustruoja, parodyti, parodo
Τυχαίες λέξεις
Επεξεργάζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tvarka, procesas, procedūra, detalizuoti, tobulinti, plėtoti, parengti, parengs
Μεταφράσεις: tvarka, procesas, procedūra, detalizuoti, tobulinti, plėtoti, parengti, parengs