Επινοητικός στα δανικά

Μετάφραση: επινοητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ressourcestærke, opfindsomme, opfindsom, ressourcestærk, ressourcefulde
Επινοητικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επινοητικός

επινοητικός σημασια, επινοητικός λεξικό γλώσσας δανικά, επινοητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιμονή στα δανικά - udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
  • επιμύθιο στα δανικά - Aftermath, efterspil, kølvandet, eftervirkningerne, efterdønningerne
  • επινοητικότητα στα δανικά - opfindsomhed, idérigdom, snarrådighed, iderigdom, resourcefulness
  • επινοώ στα δανικά - mønt, mønten, mønter, sag, coin
Τυχαίες λέξεις
Επινοητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ressourcestærke, opfindsomme, opfindsom, ressourcestærk, ressourcefulde