Επινοητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: επινοητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vindingrijk, vindingrijke, vindingrijker, inventief
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επινοητικός
επινοητικός σημασια, επινοητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επινοητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιμονή στα ολλανδικά - werkingsduur, volharding, vasthoudendheid, doorzettingsvermogen, het doorzettingsvermogen, de volharding
- επιμύθιο στα ολλανδικά - zedenkundig, zedelijk, moraal, moreel, nasleep, Aftermath, De Nasleep, ...
- επινοητικότητα στα ολλανδικά - vindingrijkheid, inventiviteit, resourcefulness, handigheid, de vindingrijkheid
- επινοώ στα ολλανδικά - verzinnen, bedenken, muntstuk, munt, munten, coin, medaille
Τυχαίες λέξεις
Επινοητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vindingrijk, vindingrijke, vindingrijker, inventief
Μεταφράσεις: vindingrijk, vindingrijke, vindingrijker, inventief