Επιτηδευμένος στα δανικά

Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skingre, forloren, uægte
Επιτηδευμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος

επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας δανικά, επιτηδευμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιτελείο στα δανικά - personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
  • επιτηδειότητα στα δανικά - dygtighed, færdighed, spil, færdigheder, evner
  • επιτηδεύομαι στα δανικά - epitidefomai
  • επιτηρητής στα δανικά - vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skingre, forloren, uægte