Επιτηδευμένος στα ισπανικά

Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectado, rimbombante, prostituida, meretricio, meretriz, meretricia
Επιτηδευμένος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος

επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, επιτηδευμένος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • επιτελείο στα ισπανικά - lanzamiento, arrojar, lanzar, personal, personal de, el personal, del personal, ...
  • επιτηδειότητα στα ισπανικά - destreza, primor, habilidad, la habilidad, de habilidad, de habilidades
  • επιτηδεύομαι στα ισπανικά - aparentar, simular, fingir, epitidefomai
  • επιτηρητής στα ισπανικά - supervisor, supervisor de, el supervisor, supervisora, supervisor del
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: afectado, rimbombante, prostituida, meretricio, meretriz, meretricia