Επιτηδευμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutatud, ebasiiras, puudutatud, Odava hinnaga, Koreileva, Epäaito
Επιτηδευμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος

επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, επιτηδευμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • επιτελείο στα εσθονικά - heitma, lahas, personal, töötajate, personali, töötajad, töötajatele
  • επιτηδειότητα στα εσθονικά - käteosavus, oskus, oskuste, oskusi, oskust, oskused
  • επιτηδεύομαι στα εσθονικά - teesklema, epitidefomai
  • επιτηρητής στα εσθονικά - ülevaataja, järelvaataja, juhendaja, järelevalvaja, järelevaataja, järelevalvajale, järelevalve eest
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõjutatud, ebasiiras, puudutatud, Odava hinnaga, Koreileva, Epäaito