Επιτηδευμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgjord, gripen, konstlad, påverkad, LIDERLIG, FALSK, PRÅLIG
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος
επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιτηδευμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επιτελείο στα σουηδικά - kasta, personal, personalen, anställda, personal som
- επιτηδειότητα στα σουηδικά - skicklighet, Förmåga, färdighet, mannen, skill
- επιτηδεύομαι στα σουηδικά - epitidefomai
- επιτηρητής στα σουηδικά - handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillgjord, gripen, konstlad, påverkad, LIDERLIG, FALSK, PRÅLIG
Μεταφράσεις: tillgjord, gripen, konstlad, påverkad, LIDERLIG, FALSK, PRÅLIG