Επιτηδευμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afectado, meretrício, meretricious, meretrícia, prostituída, loureira
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος
επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιτηδευμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιτελείο στα πορτογαλικά - arremesso, forma, feitio, jeito, fundir, molde, pessoal, ...
- επιτηδειότητα στα πορτογαλικά - habilidade, habilidades, perícia, de habilidade, skill
- επιτηδεύομαι στα πορτογαλικά - sentimento, finja, epitidefomai
- επιτηρητής στα πορτογαλικά - capataz, supervisor, supervisor de, supervisor do, fiscal, orientador
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afectado, meretrício, meretricious, meretrícia, prostituída, loureira
Μεταφράσεις: afectado, meretrício, meretricious, meretrícia, prostituída, loureira