Επιτηδευμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süslü püslü, cafcaflı, meretricious, gösterişli
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος
επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, επιτηδευμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- επιτελείο στα τούρκικα - biçim, kalıp, atma, personel, personeli, staff, çalışanları
- επιτηδειότητα στα τούρκικα - beceriklilik, beceri, skill, yetenek, becerisi, Puanı Su
- επιτηδεύομαι στα τούρκικα - epitidefomai
- επιτηρητής στα τούρκικα - gözetmen, süpervizörü, yönetici, danışman, supervisor
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: süslü püslü, cafcaflı, meretricious, gösterişli
Μεταφράσεις: süslü püslü, cafcaflı, meretricious, gösterişli