Επιτηδευμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Wszeteczny, Ārišķīgs, Dirbtinis, Bezwstydny, Udawany
Επιτηδευμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος

επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτηδευμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επιτελείο στα λιθουανικά - personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
  • επιτηδειότητα στα λιθουανικά - įgūdis, įgūdžių, įgūdžiai, įgūdžius
  • επιτηδεύομαι στα λιθουανικά - epitidefomai
  • επιτηρητής στα λιθουανικά - vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Wszeteczny, Ārišķīgs, Dirbtinis, Bezwstydny, Udawany