Επιτηδευμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: επιτηδευμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desfrânat, necinstit, stricat, de prostituată, dezmățat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηδευμένος
επιτηδευμένος αντωνυμα, επιτηδευμένος λεξικο, επιτηδευμένος ορισμος, επιτηδευμένος αγγλικά, επιτηδευμένος λογος, επιτηδευμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, επιτηδευμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- επιτελείο στα ρουμανικά - tipar, formă, personal, personalului, personalul, de personal, a personalului
- επιτηδειότητα στα ρουμανικά - dibăcie, calificare, jucătorul, de calificare, îndemânare
- επιτηδεύομαι στα ρουμανικά - epitidefomai
- επιτηρητής στα ρουμανικά - supraveghetor, supervizor, de supervizor, supraveghetorul, supervizorul
Τυχαίες λέξεις
Επιτηδευμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: desfrânat, necinstit, stricat, de prostituată, dezmățat
Μεταφράσεις: desfrânat, necinstit, stricat, de prostituată, dezmățat