Εργολάβος στα δανικά
Μετάφραση: εργολάβος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontrahent, entreprenør, kontrahenten, entreprenøren, entreprenørens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργολάβος
εργολάβος μου πρότεινε μίζα και του έσπασα τα μούτρα, εργολάβος οικοδομών, εργολάβοσ σπύροσ, εργολάβοσ κηδειών, εργολάβος θερμίδες, εργολάβος λεξικό γλώσσας δανικά, εργολάβος στα δανικά
Μεταφράσεις
- εργοδηγός στα δανικά - boss, chef, formand, gaffer, gaffa
- εργοδότης στα δανικά - arbejdsgiver, arbejdsgiveren, arbejdsgiverens, arbejdsgivers
- εργοστάσιο στα δανικά - fabrik, plante, fabrikken, fabrikkens, fra fabrikken
- ερείπια στα δανικά - ruiner, ruinerne, ruins
Τυχαίες λέξεις
Εργολάβος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontrahent, entreprenør, kontrahenten, entreprenøren, entreprenørens
Μεταφράσεις: kontrahent, entreprenør, kontrahenten, entreprenøren, entreprenørens