Εργολάβος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εργολάβος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contratante, empreiteiro, adjudicatário, contratado, contratada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργολάβος
εργολάβος μου πρότεινε μίζα και του έσπασα τα μούτρα, εργολάβος οικοδομών, εργολάβοσ σπύροσ, εργολάβοσ κηδειών, εργολάβος θερμίδες, εργολάβος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εργολάβος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εργοδηγός στα πορτογαλικά - senhor, patrão, capataz, velhote, gaffer
- εργοδότης στα πορτογαλικά - empregado, empregador, entidade patronal, patronal, patrão, entidade empregadora
- εργοστάσιο στα πορτογαλικά - moinhos, fincar, leite, vegetal, prancha, ordenhar, fato, ...
- ερείπια στα πορτογαλικά - morto, cadáver, defunto, ruínas, ruínas de, as ruínas, ruinas, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργολάβος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contratante, empreiteiro, adjudicatário, contratado, contratada
Μεταφράσεις: contratante, empreiteiro, adjudicatário, contratado, contratada