Εργολάβος στα ιταλικά
Μετάφραση: εργολάβος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appaltatore, imprenditore, contraente, Imprese, contractor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργολάβος
εργολάβος μου πρότεινε μίζα και του έσπασα τα μούτρα, εργολάβος οικοδομών, εργολάβοσ σπύροσ, εργολάβοσ κηδειών, εργολάβος θερμίδες, εργολάβος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εργολάβος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εργοδηγός στα ιταλικά - padrone, compare, elettricista, gaffer
- εργοδότης στα ιταλικά - capo, datore di lavoro, datore, imprenditore, datori di lavoro, datore di
- εργοστάσιο στα ιταλικά - pianta, macinare, impiantare, fabbrica, piantare, fondare, mulino, ...
- ερείπια στα ιταλικά - rovine, resti, ruderi, rovina, le rovine
Τυχαίες λέξεις
Εργολάβος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: appaltatore, imprenditore, contraente, Imprese, contractor
Μεταφράσεις: appaltatore, imprenditore, contraente, Imprese, contractor