Ερευνητής στα δανικά

Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsker, forskeren, forskere, forskerens
Ερευνητής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερευνητής

ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας δανικά, ερευνητής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ερεθίζω στα δανικά - opflamme, oppiske, ophidse, blusse, betændte
  • ερειστικός στα δανικά - ereistikos
  • ερευνώ στα δανικά - spørge, undersøge, at undersøge, undersøgelse, efterforske
  • ερημίτης στα δανικά - eremit, eneboer, Eremitten, eneboeren, hermit
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsker, forskeren, forskere, forskerens