Ερευνητής στα ρωσικά

Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исследователь, научный, научный сотрудник, исследователя, исследователем
Ερευνητής στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερευνητής

ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας ρωσικά, ερευνητής στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ερεθίζω στα ρωσικά - раздражить, возбудить, бесить, воспалять, аннулировать, разжигать, растравлять, ...
  • ερειστικός στα ρωσικά - показывающий, дискуссионный, аргус, свидетельствующий, ereistikos
  • ερευνώ στα ρωσικά - узнавать, просмотреть, осведомляться, рытвина, осведомиться, пересматривать, узнать, ...
  • ερημίτης στα ρωσικά - пустынник, подвижник, отшельник, затворник, отшельником, отшельника
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: исследователь, научный, научный сотрудник, исследователя, исследователем