Ερευνητής στα ισλανδικά
Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερευνητής
ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ερευνητής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ερεθίζω στα ισλανδικά - espa, bólgna, inflame
- ερειστικός στα ισλανδικά - ereistikos
- ερευνώ στα ισλανδικά - rannsaka, kanna, að rannsaka, að kanna, kannað
- ερημίτης στα ισλανδικά - einsetumaður, Hermit
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn
Μεταφράσεις: fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn