Ερευνητής στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истражувач, истражувачот, истражувач на, истражувачите, истражувачи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερευνητής
ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ερευνητής στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ερεθίζω στα σλαβομακεδονικά - разгорат, разгоруваат, разгори, разгорува, се разгорат
- ερειστικός στα σλαβομακεδονικά - ereistikos
- ερευνώ στα σλαβομακεδονικά - испита, истражува, истражи, истражуваат, се испита
- ερημίτης στα σλαβομακεδονικά - пустиникот, пустиник, испосник, отшелник, пустиножител
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: истражувач, истражувачот, истражувач на, истражувачите, истражувачи
Μεταφράσεις: истражувач, истражувачот, истражувач на, истражувачите, истражувачи