Ερευνητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
науково-дослідний, дослідницький, дослідити, дослідник
Ερευνητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερευνητής

ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ερευνητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ερεθίζω στα ουκρανικά - неміч, старезність, слабохарактерність, дряхлість, подразники, запалюватися
  • ερειστικός στα ουκρανικά - спірний, логічний, заперечливий, дискусійний, ereistikos
  • ερευνώ στα ουκρανικά - сканування, риття, скандувати, сканувати, занепокоєння, вивчати, рийтеся, ...
  • ερημίτης στα ουκρανικά - пустинник, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: науково-дослідний, дослідницький, дослідити, дослідник