Ερευνητής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de
Ερευνητής στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερευνητής

ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ερευνητής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ερεθίζω στα πορτογαλικά - irrigar, zangar, fraco, inflamar, abrasar, inflame, inflamam, ...
  • ερειστικός στα πορτογαλικά - ereistikos
  • ερευνώ στα πορτογαλικά - averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, ...
  • ερημίτης στα πορτογαλικά - eremita, ermitão, hermit, de eremita
Τυχαίες λέξεις
Ερευνητής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de