Ευτέλεια στα δανικά

Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smålighed, ondskab, griskhed, ondskabsfuldhed, usselhed
Ευτέλεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευτέλεια

ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας δανικά, ευτέλεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευσυνείδητος στα δανικά - samvittighedsfuld, samvittighedsfulde, samvittighedsfuldt, pligtopfyldende, militærnægtelse
  • ευσυνειδησία στα δανικά - samvittighedsfuldhed, ansvarsbevidsthed, påpasselighed, samvittighedsfuldheden, samvittighedsfuldt
  • ευτελής στα δανικά - basis, lurvet, shabby, lurvede
  • ευτράπελος στα δανικά - waggish
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smålighed, ondskab, griskhed, ondskabsfuldhed, usselhed