Ευτέλεια στα νορβηγικά

Μετάφραση: ευτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ondskap, meanness, smålighet, gjerrighet
Ευτέλεια στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευτέλεια

ευτέλεια ετυμολογία, ευτέλεια ορισμός, γλωσσική ευτέλεια, ευτέλεια συνώνυμο, ευτέλεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ευτέλεια στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ευσυνείδητος στα νορβηγικά - skrupuløs, samvittighets, pliktoppfyllende, samvittighetsfull, bevisst, samvittighetsfulle
  • ευσυνειδησία στα νορβηγικά - samvittighetsfullhet, conscientiousness, pliktoppfyllenhet, samvittighets, pliktoppfyllende
  • ευτελής στα νορβηγικά - base, basis, shabby, loslitt, dårlig, slitt
  • ευτράπελος στα νορβηγικά - waggish
Τυχαίες λέξεις
Ευτέλεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ondskap, meanness, smålighet, gjerrighet